- κρατοῦσι
- κρατέωto be strongpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)κρατέωto be strongpres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατοῦσ' — κρατοῦσα , κρατέω to be strong pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) κρατοῦσι , κρατέω to be strong pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) κρατοῦσι , κρατέω to be strong pres ind act 3rd pl (attic epic doric) κρατοῦσαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπέτεια — η, ΝΑ [περιπετής] 1. απροσδόκητο και παράδοξο συμβάν που ενέχει κινδύνους και συνεπάγεται συγκινήσεις ή ταλαιπωρίες 2. (στο αρχαίο ελληνικό δράμα) αιφνίδια αναστροφή τών περιστάσεων, γύρω από την οποία περιστρέφεται πλέον η πλοκή, όπως λ.χ. η… … Dictionary of Greek
ταχυγονία — ἡ, Α [ταχύγονος] ταχεία γέννηση, γρήγορος τοκετός («οὐ κρατοῡσι τῆς πολυγονίας καὶ ταχυγονίας», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek